-
1 верхом
верхом καβάλα έφιππος ездить, ехать \верхом ιππεύω, πηγαίνω καβάλα* * *καβάλα; έφιπποςе́здить, е́хать верхо́м — ιππεύω, πηγαίνω καβάλα
-
2 ехать
еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•
ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•
ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.
|| κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•поезд едет το τραίνο πηγαίνει.
2. αναχωρώ, φεύγω•завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.
3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.
См. также в других словарях:
έφιππος — η, ο αυτός που ιππεύει, που είναι καβάλα σε ζώο, ο καβαλάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μοχάμετ Άλι — (Καβάλα 1769 – Αλεξάνδρεια 1849). Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου, πατέρας του Ιμπραήμ. Γιος Τουρκαλβανού αγροφύλακα, υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας, ο οποίος και τον έστειλε στην Αίγυπτο, επικεφαλής σώματος Αλβανών, να πολεμήσει εναντίον… … Dictionary of Greek
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek